αδελφοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αδερφοφάγος και [[αδελφοφάς]] και αδερφοφάς, ο<br /><b>1.</b> αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε [[συνεργός]] στον φόνο του<br /><b>2.</b> αυτός που σφετερίζεται την [[περιουσία]] του αδελφού του<br /><b>3.</b> [[σκληρός]], [[αιμοβόρος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[αδελφοδιώχτης]] (1, 2).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδελφός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>έφαγα</i>, αορ. του ρ. [[τρώγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδελφοφαγιά]]].
|mltxt=και αδερφοφάγος και [[αδελφοφάς]] και αδερφοφάς, ο<br /><b>1.</b> αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε [[συνεργός]] στον φόνο του<br /><b>2.</b> αυτός που σφετερίζεται την [[περιουσία]] του αδελφού του<br /><b>3.</b> [[σκληρός]], [[αιμοβόρος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[αδελφοδιώχτης]] (1, 2).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αδελφός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>έφαγα</i>, αορ. του ρ. [[τρώγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδελφοφαγιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αδερφοφάγος και αδελφοφάς και αδερφοφάς, ο
1. αυτός που σκότωσε τον αδελφό του ή έγινε συνεργός στον φόνο του
2. αυτός που σφετερίζεται την περιουσία του αδελφού του
3. σκληρός, αιμοβόρος άνθρωπος
4. αδελφοδιώχτης (1, 2).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφός + -φάγος < έφαγα, αορ. του ρ. τρώγω.
ΠΑΡ. αδελφοφαγιά].