ἀσκευής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[carente de enseres o instrumentos]] de un médico [[ἀσκευής]] περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre [[ἄοικος]] τε καὶ ἀ. καὶ [[ἀκτήμων]] Muson.<i>Fr</i>.14.
|dgtxt=-ές<br />[[carente de enseres o instrumentos]] de un médico [[ἀσκευής]] περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre [[ἄοικος]] τε καὶ ἀ. καὶ [[ἀκτήμων]] Muson.<i>Fr</i>.14.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκευής]], -ές (Α) [[σκεύος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έπιπλα.
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκευής Medium diacritics: ἀσκευής Low diacritics: ασκευής Capitals: ΑΣΚΕΥΗΣ
Transliteration A: askeuḗs Transliteration B: askeuēs Transliteration C: askevis Beta Code: a)skeuh/s

English (LSJ)

ές,

   A without the implements of his art, Hdt.3.131.    II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.

German (Pape)

[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: ἀ, σκεῦος.

Spanish (DGE)

-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.

Greek Monolingual

ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.