ἀνωφερής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiende a subir]], [[ascendente]] ἀνωφεροῦς οὔσης τῆς τοιαύτης φύσεως διὰ τὴν κουφότητα Democr.B 5.1, del aire y del fuego, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.143, cf. 290, M.Ant.9.9, 11.20, Aristid.Quint.119.5, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.4, ὀσμαί Arist.<i>Pr</i>.908<sup>a</sup>25, τὸ θερμόν Herm.<i>in Phdr</i>.178, [[δύναμις]] Corn.<i>ND</i> 26, M.Ant.10.26<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[lo ascendente]] τὸ ἀ. δύναμίς ἐστιν Plu.2.649c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que se sube a la cabeza]] del vino, Ath.32c.<br /><b class="num">II</b> [[elevado]], [[sublime]] ἀνωφερὴς ... ἦν αὐτῶν ἡ ζωή Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.383.3.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiende a subir]], [[ascendente]] ἀνωφεροῦς οὔσης τῆς τοιαύτης φύσεως διὰ τὴν κουφότητα Democr.B 5.1, del aire y del fuego, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.143, cf. 290, M.Ant.9.9, 11.20, Aristid.Quint.119.5, Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.4, ὀσμαί Arist.<i>Pr</i>.908<sup>a</sup>25, τὸ θερμόν Herm.<i>in Phdr</i>.178, [[δύναμις]] Corn.<i>ND</i> 26, M.Ant.10.26<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[lo ascendente]] τὸ ἀ. δύναμίς ἐστιν Plu.2.649c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que se sube a la cabeza]] del vino, Ath.32c.<br /><b class="num">II</b> [[elevado]], [[sublime]] ἀνωφερὴς ... ἦν αὐτῶν ἡ ζωή Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.383.3.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀνωφερής]], -οῡς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανηφορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που επιδρά στο [[κεφάλι]], που προκαλεί [[μέθη]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που φέρει ή κατευθύνει [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άνω</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φερής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εμφερής]], [[κατωφερής]], [[περιφερής]] κ.ά.].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφερής Medium diacritics: ἀνωφερής Low diacritics: ανωφερής Capitals: ΑΝΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: anōpherḗs Transliteration B: anōpherēs Transliteration C: anoferis Beta Code: a)nwferh/s

English (LSJ)

ές,

   A borne upwards, ascending, opp. κατωφερής, of air and fire, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, Aristid. Quint.3.19; ὀσμαί Arist. Pr.908a25, cf. Herm. in Phdr.p.178A.; τὸ ἀ. Plu.2.649c.    2 of wine, heady, intoxicating, Ath.1.32c.    II Act., bearing upwards, Arist.Ph.217a3.

German (Pape)

[Seite 269] ές, sich nach oben bewegend, emporsteigend, Arist. probl. 13, 5; οἶνος Ath. I, 32 c; sich steil erhebend, schroff, Diod. S. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφερής: -ές, ὁ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενος, ἀναβαίνων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατωφερής, ὀσμαὶ Ἀριστ. Πρβλ. 13. 5· τὸ ἀνωφερὲς Πλούτ. 2. 649C. 2) ἐπὶ οἴνου, ὁ εἰς τὴν κεφαλὴν ἀναβαίνων, μεθυστικός, Ἀθήν. 32C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ πρὸς τὰ ἄνω φέρων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui monte ou tend à monter.
Étymologie: ἄνω, φέρω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiende a subir, ascendente ἀνωφεροῦς οὔσης τῆς τοιαύτης φύσεως διὰ τὴν κουφότητα Democr.B 5.1, del aire y del fuego, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, M.Ant.9.9, 11.20, Aristid.Quint.119.5, Ach.Tat.Intr.Arat.4, ὀσμαί Arist.Pr.908a25, τὸ θερμόν Herm.in Phdr.178, δύναμις Corn.ND 26, M.Ant.10.26
subst. τὸ ἀ. lo ascendente τὸ ἀ. δύναμίς ἐστιν Plu.2.649c.
2 fig. que se sube a la cabeza del vino, Ath.32c.
II elevado, sublime ἀνωφερὴς ... ἦν αὐτῶν ἡ ζωή Gr.Nyss.V.Macr.383.3.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφερής, -οῡς)
νεοελλ.
(για έδαφος) αυτός που έχει κλίση προς τα επάνω, ανηφορικός
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται προς τα επάνω
2. (για κρασί) αυτός που επιδρά στο κεφάλι, που προκαλεί μέθη
3. ενεργ. αυτός που φέρει ή κατευθύνει κάτι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + -φερής < φέρω (πρβλ. εμφερής, κατωφερής, περιφερής κ.ά.].