ἀνεπίσκεπτος: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no considerado]], [[no examinado]] de abstr. τῶν μὲν ἄλλων κτημάτων οὐδὲν ... ἀνεπίσκεπτον X.<i>Mem</i>.2.4.3, πρᾶγμα Ph.2.298, [[ἀλογία]] Porph.<i>Abst</i>.1.43, ὁρμή Procop.<i>Goth</i>.4.32.8.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin consideración]] ἀ. εἶχον no prestaban atención</i> Arist.<i>GA</i> 778<sup>b</sup>10. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no considerado]], [[no examinado]] de abstr. τῶν μὲν ἄλλων κτημάτων οὐδὲν ... ἀνεπίσκεπτον X.<i>Mem</i>.2.4.3, πρᾶγμα Ph.2.298, [[ἀλογία]] Porph.<i>Abst</i>.1.43, ὁρμή Procop.<i>Goth</i>.4.32.8.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin consideración]] ἀ. εἶχον no prestaban atención</i> Arist.<i>GA</i> 778<sup>b</sup>10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνεπίσκεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανεξέταστος]], [[απαρατήρητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[άγνοια]], ανεπιστήμονας<br /><b>4.</b> [[απρόσεκτος]], [[απερίσκεπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inattentive, inconsiderate, πρᾶγμα Ph.5.143 C.; ἀλογία Porph.Abst.1.43; ὁρμή Procop. Goth.4.32. Adv. -τως Hdt.2.45; ἀ. ἔχειν τινός to give no consideration to... Arist.GA778b10. II Pass., not examined, unregarded, X.Mem.2.4.3; unobserved, Anon.in SE12.27.
German (Pape)
[Seite 225] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσκεπτος: -ον, ἀπερίσκεπτος: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., ἀνεξέταστος, ἀπαρατήρητος, Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, à qui on ne prête pas attention;
2 qui ne prête pas attention.
Étymologie: ἀ, ἐπισκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 no considerado, no examinado de abstr. τῶν μὲν ἄλλων κτημάτων οὐδὲν ... ἀνεπίσκεπτον X.Mem.2.4.3, πρᾶγμα Ph.2.298, ἀλογία Porph.Abst.1.43, ὁρμή Procop.Goth.4.32.8.
2 adv. -ως sin consideración ἀ. εἶχον no prestaban atención Arist.GA 778b10.
Greek Monolingual
ἀνεπίσκεπτος, -ον (Α)
1. ανεξέταστος, απαρατήρητος
2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν
3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας
4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος.