ψηλαφητός: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψηλᾰφητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν [[σκότος]], [[ὅταν]] ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ [[ὅπως]] εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν [[σκότος]] [[αὐτόθι]] (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501. | |lstext='''ψηλᾰφητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν [[σκότος]], [[ὅταν]] ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ [[ὅπως]] εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν [[σκότος]] [[αὐτόθι]] (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψηλαφητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψηλαφώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, [[υπαρκτός]], [[απτός]] (α. «ψηλαφητό [[πράγμα]]» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη [[φύσις]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προφανής]], [[ολοφάνερος]] («ψηλαφητή [[απόδειξη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ψηλαφητὸν [[σκότος]]» — [[σκοτάδι]] τόσο πυκνό που δεν μπορεί [[κανείς]] να προχωρήσει [[παρά]] μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψηλαφητά</i> / <i>ψηλαφητῶς</i>, ΝΜΑ<br />αγγίζοντας [[ελαφρά]] με τα δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> στα [[τυφλά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A that can be felt, σκότος LXX.Ex.10.21 (so ψηλαφῆσαι σκότος ib.Jb.12.25).
German (Pape)
[Seite 1396] adj. verb. von ψηλαφάω, 1) berührt, betastet, betappt. – 2) durch Berühren, Betasten erkannt, erkennbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλᾰφητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν σκότος, ὅταν ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ ὅπως εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν σκότος αὐτόθι (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψηλαφητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψηλαφώ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή απόδειξη»)
αρχ.
φρ. «ψηλαφητὸν σκότος» — σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει παρά μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ).
επίρρ...
ψηλαφητά / ψηλαφητῶς, ΝΜΑ
αγγίζοντας ελαφρά με τα δάχτυλα
νεοελλ.
μτφ. στα τυφλά.