ἀλκίβιος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_9)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
|lstext='''ἀλκίβιος''': ἡ, [[μετὰ]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[ἔχις]], [[εἶδος]] ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· [[ὡσαύτως]] ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλκίβιος]], η (Α)<br />[[είδος]] του φυτού άγχουσα, [[αντίδοτο]] για το [[δάγκωμα]] του φιδιού, <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλκιβιάδειον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλκὴ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκίβιος Medium diacritics: ἀλκίβιος Low diacritics: αλκίβιος Capitals: ΑΛΚΙΒΙΟΣ
Transliteration A: alkíbios Transliteration B: alkibios Transliteration C: alkivios Beta Code: a)lki/bios

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἔχις, Cretan bugloss, Echium parviflorum, used as an antidote to snake-bite, Sch. Nic.Th.541. (Ἀλκιβίον is pr. n. in Nic.l.c.)

German (Pape)

[Seite 100] ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκίβιος: ἡ, μετὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἔχις, εἶδος ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· ὡσαύτως ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.

Greek Monolingual

ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.