δάκρυμα: Difference between revisions
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δάκρῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lágrima]] λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι los lechos se llenan de lágrimas por la nostalgia de los varones</i> A.<i>Pers</i>.134, ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν E.<i>Andr</i>.92.<br /><b class="num">2</b> [[motivo de llanto]], [[desgracia]] ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενέλεω τιμωρημάτων Μίνως ἔπεμψε μηνίων δακρύματα cuantas desgracias os envió Minos al encolerizarse por las ayudas a Menelao</i> Orác. en Hdt.7.169. | |dgtxt=(δάκρῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lágrima]] λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι los lechos se llenan de lágrimas por la nostalgia de los varones</i> A.<i>Pers</i>.134, ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν E.<i>Andr</i>.92.<br /><b class="num">2</b> [[motivo de llanto]], [[desgracia]] ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενέλεω τιμωρημάτων Μίνως ἔπεμψε μηνίων δακρύματα cuantas desgracias os envió Minos al encolerizarse por las ayudas a Menelao</i> Orác. en Hdt.7.169. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[δάκρυμα]]) [[δακρύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[δακρυλόγημα]] («του πεύκου τα δακρύματα»)<br /><b>2.</b> η [[δακρύρροια]], παθολογική [[κατάσταση]] τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό για το οποίο κλαίει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> το [[δάκρυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is wept for, a subject for tears, Orac. ap. Hdt.7.169. II tear, A.Pers.134 (lyr.), E.Andr. 92 (pl.).
German (Pape)
[Seite 519] τό, das Geweinte, die Thräne, Aesch. Pers. 134; Eur. Andr. 92; der Gegenstand der Thränen, Orak. bei Her. 7, 169.
Greek (Liddell-Scott)
δάκρῡμα: τό, δι’ ὅ,τι κλαίει τις, ἀντικείμενον δακρύων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 169. ΙΙ. ὅπερ κλαίων τις χύνει, δάκρυ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 134, Εὐρ. Ἀνδρ. 92, κατὰ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 larmes, pleurs;
2 sujet de larmes.
Étymologie: δακρύω.
Spanish (DGE)
(δάκρῡμα) -ματος, τό
1 lágrima λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι los lechos se llenan de lágrimas por la nostalgia de los varones A.Pers.134, ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν E.Andr.92.
2 motivo de llanto, desgracia ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενέλεω τιμωρημάτων Μίνως ἔπεμψε μηνίων δακρύματα cuantas desgracias os envió Minos al encolerizarse por las ayudas a Menelao Orác. en Hdt.7.169.
Greek Monolingual
το (Α δάκρυμα) δακρύω
νεοελλ.
1. το δακρυλόγημα («του πεύκου τα δακρύματα»)
2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων
αρχ.
1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος
2. το δάκρυ.