γαυσός: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(6_11) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαυσός''': -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[καμπύλος]], μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι [[κυρτός]], κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251. | |lstext='''γαυσός''': -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[καμπύλος]], μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι [[κυρτός]], κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γαυσός]], -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)<br />[[κυρτός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γαυσός]] (από ρ. <i>g∂u</i>/<i>γαυ</i><br />«[[κούφιος]], [[στρογγυλός]]») έχει σχηματισμό ανάλογο [[προς]] τα επίθ. σε -<i>σός</i>, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλαισός]] «[[στρεβλός]]», [[λοξός]], [[φοξός]] «[[οξύς]], [[μυτερός]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, or γαῦσος, η, ον (accent uncertain, Gal.18(2).518; codd. of Hp. have γαῦσος but γαυσοί),
A crooked, bent outwards, μηρός Hp.Fract.20, Art.77.
German (Pape)
[Seite 476] (nach Galen. auch γαῦσος), gekrümmt, gebogen. Hippocr. Bei Hesych. auch γαυσόω, krümmen.
Greek (Liddell-Scott)
γαυσός: -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, κυρτός, «στραβός», καμπύλος, μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι κυρτός, κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251.
Greek Monolingual
γαυσός, -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)
κυρτός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαυσός (από ρ. g∂u/γαυ
«κούφιος, στρογγυλός») έχει σχηματισμό ανάλογο προς τα επίθ. σε -σός, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός «στρεβλός», λοξός, φοξός «οξύς, μυτερός»)].