ἐγκαυστικός: Difference between revisions
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[pintado al encausto]] ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.<i>Chron</i>.12.294<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἐ. [[técnica de pintura al encausto]] Plin.<i>HN</i> 35.122.<br /><b class="num">2</b> medic. [[ardiente]] de la fiebre [[alta]] πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[pintado al encausto]] ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.<i>Chron</i>.12.294<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἐ. [[técnica de pintura al encausto]] Plin.<i>HN</i> 35.122.<br /><b class="num">2</b> medic. [[ardiente]] de la fiebre [[alta]] πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκαυστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[έγκαυση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η εγκαυστική</i><br />ζωγραφική [[τέχνη]] που γίνεται με χρώματα λειωμένα με [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[φλόγωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for burning in: ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of encaustic painting, Plin.HN35.122. 2 inflammatory, πυρετός Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 707] ή, όν, zum Einbrennen gehörig; ἡ ἐγκαυστική, sc. τέχνη, die Kunst, eingebrannte Gemälde zu verfertigen, Sp., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 pintado al encausto ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.Chron.12.294
•subst. ἡ ἐ. técnica de pintura al encausto Plin.HN 35.122.
2 medic. ardiente de la fiebre alta πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκαυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική
ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί
αρχ.
αυτός που προκαλεί φλόγωση.