ἑλειοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que recorre el pantano]], [[que surca la marisma]] ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano</i> prob. del Delta del Nilo, A.<i>Pers</i>.39.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[que recorre el pantano]], [[que surca la marisma]] ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano</i> prob. del Delta del Nilo, A.<i>Pers</i>.39.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑλειοβάτης]] και ἑλειβάτης, ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περπατάει [[μέσα]] στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλειοβάτης Medium diacritics: ἑλειοβάτης Low diacritics: ελειοβάτης Capitals: ΕΛΕΙΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: heleiobátēs Transliteration B: heleiobatēs Transliteration C: eleiovatis Beta Code: e(leioba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A walking the marsh, marsh-dwelling, A.Pers. 39 (anap.).

German (Pape)

[Seite 794] ὁ, sumpfdurchschreitend, Sumpfbewohner, Aesch. Pers. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλειοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ἕλη, κατοικῶν ἐν τοῖς ἕλεσι, καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται δεινοὶ πλῆθος, «ἑλειοβάται: οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες· ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι· ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 39· κατ’ ἄλλους οἱ κάτοικοι τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, πρβλ. Θουκ. 1. 110.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui fréquente les marécages.
Étymologie: ἕλειος, βαίνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [-ᾰ-]
que recorre el pantano, que surca la marisma ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται los remeros de las naves del pantano prob. del Delta del Nilo, A.Pers.39.

Greek Monolingual

ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)
1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή
2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι της Αιγύπτου ή του Δέλτα του Νείλου.