ψυχαγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχᾰγώγιον''': τό, ὡς τὸ [[ψυχομαντεῖον]], [[τόπος]] [[ἔνθα]] αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).
|lstext='''ψῡχᾰγώγιον''': τό, ὡς τὸ [[ψυχομαντεῖον]], [[τόπος]] [[ἔνθα]] αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α [[ψυχαγωγός]]<br />[[τόπος]] όπου γινόταν [[επίκληση]] από τους μάντεις στα πνεύματα τών [[νεκρών]], για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο [[μέλλον]], [[ψυχομαντείο]], [[νεκρομαντείο]].———————— <b>(II)</b><br />και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> οπή μέσω της οποίας εισέρχεται [[ψυχρός]] [[αέρας]] στα [[μεταλλεία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[δεξαμενή]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῦχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] / -<i>εῖον</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[αγωγός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγώγιον Medium diacritics: ψυχαγώγιον Low diacritics: ψυχαγώγιον Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: psychagṓgion Transliteration B: psychagōgion Transliteration C: psychagogion Beta Code: yuxagw/gion

English (LSJ)

τό,

   A = ψυχομαντεῖον, a place where departed souls are conjured up, EM819.25.    II air-hole, ventilator in the shafts of mines, Thphr.Ign.24 (v.l. -εῖον).    III reservoir, reserve water-tank, AB317.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, 1) ein Ort, wo man die abgeschiedenen Seelen heraufbeschwört u. befragt. – 2) ein Ort, der an sich zieht, anlockt, Sp. – 3) ein Luftloch in den Schachten der Bergwerke, durch das man frische Luft einläßt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγώγιον: τό, ὡς τὸ ψυχομαντεῖον, τόπος ἔνθα αἱ ψυχαὶ τῶν τεθνεώντων ἀνακαλοῦνται καὶ ἐρωτῶνται, Ἐτυμ Μέγ. 819. 25. ΙΙ. ὀπὴ πρὸς ἀνακαίνισιν τοῦ ἀέρος, ἀεριστήριον, Λατ. spiraculum, Θεόφρ. π. Πυρός 24 (κ. ἀλλ. -εῖον).

Greek Monolingual

(I)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α ψυχαγωγός
τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τους ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.———————— (II)
και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α
1. οπή μέσω της οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].