ψωθίον: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_21) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψωθίον''': τό, (ψώω) μικρὸν [[τεμάχιον]], [[ψιχίον]], Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 4· - καὶ ψωθία, ἡ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 23, Θ΄, 83. | |lstext='''ψωθίον''': τό, (ψώω) μικρὸν [[τεμάχιον]], [[ψιχίον]], Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 4· - καὶ ψωθία, ἡ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 23, Θ΄, 83. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />μικρό [[τεμάχιο]], [[ψιχίο]], [[ψίχουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με δασύ [[επίθημα]] και κατάλ. -<i>ίον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυτ</i>-<i>ίον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (ψώω)
A small crumb, morsel, Pherecr.81 (acc. to Ath. 14.646c):—also ψωθία, ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll.7.23; hence of coin used in Hades, Pherecr. l. c. (acc. to Poll.9.83).
German (Pape)
[Seite 1405] τό, ein kleiner Brocken, Bissen, bei Ath. XIV, 646 c durch ψοθύρια erkl. u. aus Pherecrat. belegt, auch τοῦ ἄρτου τὰ ἀποψώμενα = ἀττάραγοι.
Greek (Liddell-Scott)
ψωθίον: τό, (ψώω) μικρὸν τεμάχιον, ψιχίον, Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 4· - καὶ ψωθία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 23, Θ΄, 83.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρό τεμάχιο, ψιχίο, ψίχουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με δασύ επίθημα και κατάλ. -ίον (πρβλ. κυτ-ίον)].