ἐπίκυρτος: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />légèrement courbé, bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κυρτός]]. | |btext=ος, ον :<br />légèrement courbé, bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κυρτός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίκυρτος]], -ον) [[κυρτός]]<br />[[κυρτός]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[προς]] τα [[εμπρός]], [[σκυφτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίκυρτος]]<br /><b>1.</b> φυσόστομος [[ιχθύς]] της οικογένειας τών σαλμωνιδών<br /><b>2.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας τών δασκυλλιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίκυρτον</i><br />η [[κυρτότητα]], η [[καμπούρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ ἐ. Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.