ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : [[πρός]] [[τι]] enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιρρεπής]], -ές) [[επιρρέπω]]<br />αυτός που έχει [[ροπή]], [[κλίση]], [[διάθεση]] για [[κάτι]] («[[επιρρεπής]] στις ηδονές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[αφτί]]) κρεμασμένος, [[κρεμαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιρρεπώς</i><br />με [[κλίση]], με [[διάθεση]] για [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ές,

   A inclining the balance, μνᾶς -έστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919.    II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες -έστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. -πῶς, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. -έστερον S.E.M.1.280: Sup. -έστατα Men.Prot.p.119 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.