ἐνετή: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(big3_15)
(12)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[fíbula]], [[broche]] χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο <i>Il</i>.14.180, cf. Call.<i>Fr</i>.253.11, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3606.23 (II d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Der. verbal de [[ἐνίημι]], v. [[ἵημι]]
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[fíbula]], [[broche]] χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο <i>Il</i>.14.180, cf. Call.<i>Fr</i>.253.11, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3606.23 (II d.C.).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Der. verbal de [[ἐνίημι]], v. [[ἵημι]]
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐνετή]]) [[ενίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[πόρπη]] του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. [[κόπιτσα]], [[φιούμπα]]<br /><b>2.</b> <b>(τεχν.)</b> [[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[περόνη]], [[βελόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]]<br />(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι [[κατά]] [[στῆθος]] περονᾱτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετή Medium diacritics: ἐνετή Low diacritics: ενετή Capitals: ΕΝΕΤΗ
Transliteration A: enetḗ Transliteration B: enetē Transliteration C: eneti Beta Code: e)neth/

English (LSJ)

, (ἐνετός)

   A = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.

English (Autenrieth)

(ἐνίημι): clasp, a species of περόνη, Il. 14.180†.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).

• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι

Greek Monolingual

η (Α ἐνετή) ενίημι
νεοελλ.
1. στρ. πόρπη του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα
2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος
αρχ.
περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη
(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).