ἐπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(SL_1)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐπαράσσω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dash]], [[break]] [[τέλος]] δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v. l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. [[against]] his [[own]] ribs) fr. 111. 4.
|sltr=[[ἐπαράσσω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dash]], [[break]] [[τέλος]] δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v. l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. [[against]] his [[own]] ribs) fr. 111. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαράσσω]] και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν [[πάνυ]] [[προθύμως]] ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιπίπτω]], [[ενσκήπτω]] ορμητικά («ἕως [[ἄνεμος]] ἐπαράσσει [[πολύς]], κῡμα ἐλαύνων», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[κτυπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰράσσω Medium diacritics: ἐπαράσσω Low diacritics: επαράσσω Capitals: ΕΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eparássō Transliteration B: eparassō Transliteration C: eparasso Beta Code: e)para/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπαράττω,

   A dash or clap to, τὴν θύραν Pl.Prt.314d, cf. Plu.Art.29; τὸν πῆχυν τῷ αὐχένι ὥσπερ μοχλόν Hld.10.31; ναρθήκια κατὰ τῶν ἰσχνῶν μορίων ἐ. strike rods against the thin parts, Gal.10.998.

German (Pape)

[Seite 904] darauf-, zuwerfen, ἀμφοῖν τοῖν χεροῖν τὴν θύραν ἐπήραξε Plat. Prot. 314 d; Plut. Artax. 29; – intr., darauf losstürmen, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰράσσω: Ἀττ. -άττω, κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314D. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιπίπτω μεθ’ ὁρμῆς, ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολὺς Συνέσ. 163Β.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήραξα;
pousser violemment.
Étymologie: ἐπί, ἀράσσω.

English (Slater)

ἐπαράσσω
   1 dash, break τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς (v. l. ἀπάραξε, ἄραξε: sc.? Ἀνταῖον, i. e. against his own ribs) fr. 111. 4.

Greek Monolingual

ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α)
1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.)
2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»].