εὐθυεργής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]]. | |btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθυεργής]], -ές (Α)<br />ο κατεργασμένος με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>εργής</i>, <i>κακο</i>-<i>εργής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).
German (Pape)
[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.
Greek Monolingual
εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευ-εργής, κακο-εργής].