εὐχυμία: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχῡμία''': ἡ, = [[εὐχυλία]], Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.
|lstext='''εὐχῡμία''': ἡ, = [[εὐχυλία]], Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐχυμία]]) [[εύχυμος]]<br />[[αφθονία]] εύγευστου χυμού, [[γευστικότητα]], καλή [[γεύση]], [[νοστιμάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η καλή [[κατάσταση]] τών χυμών του σώματος<br /><b>2.</b> (για τροφές) η [[ικανότητα]] της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχῡμία Medium diacritics: εὐχυμία Low diacritics: ευχυμία Capitals: ΕΥΧΥΜΙΑ
Transliteration A: euchymía Transliteration B: euchymia Transliteration C: efchymia Beta Code: eu)xumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4.    II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.    2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.