εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(Autenrieth)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=metapl. acc. [[sing]]. εὐτείχεα: [[well]]-[[walled]], [[well]]-[[fortified]], Il. 1.129, Il. 16.57.
|auten=metapl. acc. [[sing]]. εὐτείχεα: [[well]]-[[walled]], [[well]]-[[fortified]], Il. 1.129, Il. 16.57.
}}
{{grml
|mltxt=εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο [[οχυρός]] («Τροίην ἐϋτείχεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τείχεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τείχος]]), ομηρ. [[τύπος]] του <i>ευ</i>-<i>τειχής</i> για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

ον, (τεῖχος)

   A well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].