ἀκαριαῖος: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[corto]], [[breve]], [[pequeñísimo]] φλόξ Arist.<i>HA</i> 590<sup>a</sup>3, τόπος Aristox.<i>Harm</i>.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2<i>Ma</i>.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.2, Luc.<i>Herm</i>.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[instante]], [[breve instante]] M.Ant.3.10, S.E.<i>P</i>.3.79.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en un instante]] ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.<i>Strom</i>.1.13.57, cf. Origenes <i>Fr</i>.88 <i>in Io</i>.12.27, Basil.<i>Hex</i>.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀκαρής]]. | |dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[corto]], [[breve]], [[pequeñísimo]] φλόξ Arist.<i>HA</i> 590<sup>a</sup>3, τόπος Aristox.<i>Harm</i>.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2<i>Ma</i>.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.<i>Ir</i>.40.2, Luc.<i>Herm</i>.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[instante]], [[breve instante]] M.Ant.3.10, S.E.<i>P</i>.3.79.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en un instante]] ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.<i>Strom</i>.1.13.57, cf. Origenes <i>Fr</i>.88 <i>in Io</i>.12.27, Basil.<i>Hex</i>.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀκαρής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῑος) [[ἀκαρής]]<br />αυτός που συμβαίνει [[μέσα]] σε ελάχιστο χρόνο, ο [[στιγμιαίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (ἀκαρής)
A momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. -ως Alciphr.1.39 (cj).
German (Pape)
[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
très petit.
Étymologie: ἀ, κείρω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
•subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.
Greek Monolingual
-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῑος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.