ἡδύκωμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύκωμος''': ὁ, ἡδὺς [[κῶμος]], Ἀθην. 618C, [[Πολυδ]]. Δ΄, 100.
|lstext='''ἡδύκωμος''': ὁ, ἡδὺς [[κῶμος]], Ἀθην. 618C, [[Πολυδ]]. Δ΄, 100.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδύκωμος]], ὁ (Α)·1. [[ονομασία]] ενός είδους αυλήσεως<br /><b>2.</b> [[είδος]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κώμος]], ο «[[παρέα]] που διατελεί εν [[ευθυμία]]»].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύκωμος Medium diacritics: ἡδύκωμος Low diacritics: ηδύκωμος Capitals: ΗΔΥΚΩΜΟΣ
Transliteration A: hēdýkōmos Transliteration B: hēdykōmos Transliteration C: idykomos Beta Code: h(du/kwmos

English (LSJ)

ὁ, name of a kind of αὔλησις, Trypho ap. Ath.14.618c; of a dance, Poll.4.100.

German (Pape)

[Seite 1153] ein Tanz, den κῶμος verschönend, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύκωμος: ὁ, ἡδὺς κῶμος, Ἀθην. 618C, Πολυδ. Δ΄, 100.

Greek Monolingual

ἡδύκωμος, ὁ (Α)·1. ονομασία ενός είδους αυλήσεως
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + κώμος, ο «παρέα που διατελεί εν ευθυμία»].