ἱστοβοεύς: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]]. | |btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱστοβοεύς]])<br />ο [[ρυμός]] του αρότρου, το μακρύ [[ξύλο]] που συνδέει τον [[ζυγό]] με το υνί, κν. ρούδα, [[σταβάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱστὸς [[βόειος]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, Ion. ῆος, ὁ,
A plough-tree or pole, Hes.Op.435, cf. A.R.3.1318: prov., ἱστοβοῆι γέροντι νέην ποτίβαλλε κορώνην put a new tip on the old plough, of an old man marrying a young wife, Orac. ap. Paus.9.37.4.—Acc. ἱστοβόην, prob. f.l. for ἱστοβοῆ, AP6.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1270] ὁ, Pflugbaum, Pflugdeichsel; Hes. O. 437; Ap. Rh. 3, 1318; ἱστοβοῆϊ γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, an den alten Pflugbaum füge einen neuen Knopf, den Alten laß ein junges Mädchen heirathen, Orak. bei Euseb., s. Valck. diatr. p. 275.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοβοεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν μέρος τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον μέρος ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ γύης ἀποτελοῦσιν ὁμοῦ τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ ζυγός)· ἡ δὲ παροιμία ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
French (Bailly abrégé)
οέως, ion. οῆος (ὁ) :
timon de la charrue.
Étymologie: ἱστός, βοῦς.
Greek Monolingual
ο (Α ἱστοβοεύς)
ο ρυμός του αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. -εύς].