ἐπαρτής: Difference between revisions
From LSJ
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές ([[root]] ἀρ): equipped, [[ready]]. (Od.) | |auten=ές ([[root]] ἀρ): equipped, [[ready]]. (Od.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαρτής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[έτοιμος]], προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> εξαρτημένος, κρεμασμένος από [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αρτώ]] «[[κρεμώ]], [[εξαρτώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (cf. sq.)
A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299. II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
préparé, prêt.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.
English (Autenrieth)
ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπαρτής, -ές (Α)
1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», Ομ. Οδ.)
2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»].