ἐκτοπιστικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[migratorio]] τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>14, [[γένη]] ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.<i>PA</i> 694<sup>a</sup>6, de los atunes, Arist.<i>Fr</i>.303. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[migratorio]] τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>14, [[γένη]] ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.<i>PA</i> 694<sup>a</sup>6, de los atunes, Arist.<i>Fr</i>.303. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν (Α [[ἐκτοπιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, [[αποδημητικός]], [[μεταναστευτικός]], [[διαβατικός]], [[διαβατάρικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A migratory, ἐ. ζῷα, opp. ἐπιδημητικά, Arist.HA488a14; βίος Id.PA694a5.
German (Pape)
[Seite 782] ή, όν, zum Entfernen, Verändern des Ortes geneigt; Ggstz von ἐπιδημητικός, Arist. H. A. 1, 1; βίος, Wanderleben, part. an. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοπιστικός: -ή, -όν, ἀποδημητικός, ἐκτ. ζῷα ἀντίθετον τῷ ἐπιδημητικὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26· βίος π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
migratorio τὰ μὲν (ζῷα) ἐπιδημητικὰ ... τὰ δ' ἐκτοπιστικά Arist.HA 488a14, γένη ὀρνίθων πτητικὰ ... ἢ ἐκτοπιστικά Arist.PA 694a6, de los atunes, Arist.Fr.303.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α ἐκτοπιστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος.