Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[espumeante]], [[αἷμα]] Diog.Apoll.B 6, Hp.<i>Aph</i>.5.13, <i>Acut</i>.53, <i>Epid</i>.7.48, οὐρήσιες Hp.<i>Prorrh</i>.1.113, ὑμήν Hp.<i>Oss</i>.12, στόματος ἀ. πελανός E.<i>Or</i>.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.<i>Ti</i>.60b, σπέρματα Corn.<i>ND</i> 24.<br /><b class="num">2</b> bot. [[viscoso]] del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa</i>, Suene inflala Sm.</i>, Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[espumeante]], [[αἷμα]] Diog.Apoll.B 6, Hp.<i>Aph</i>.5.13, <i>Acut</i>.53, <i>Epid</i>.7.48, οὐρήσιες Hp.<i>Prorrh</i>.1.113, ὑμήν Hp.<i>Oss</i>.12, στόματος ἀ. πελανός E.<i>Or</i>.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.<i>Ti</i>.60b, σπέρματα Corn.<i>ND</i> 24.<br /><b class="num">2</b> bot. [[viscoso]] del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa</i>, Suene inflala Sm.</i>, Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.
}}
{{grml
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[ἀφρώδης]], -ες)<br />αυτός που έχει αφρούς, που [[είναι]] [[γεμάτος]] από αφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αφρώδης]] [[οίνος]]» ή «[[καμπανίτης]] [[οίνος]]» — [[φυσικά]] [[αεριούχος]] [[οίνος]], δηλ. εμπλουτισμένος με [[διοξείδιο]] του άνθρακα, το οποίο παράγεται [[κατά]] το [[τέλος]] της αλκοολικής ζύμωσης.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρώδης Medium diacritics: ἀφρώδης Low diacritics: αφρώδης Capitals: ΑΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: aphrṓdēs Transliteration B: aphrōdēs Transliteration C: afrodis Beta Code: a)frw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A foamy, αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.Aph.5.13, cf. Acut.53; στόματος ἀ. πέλανος E.Or.220; ὄμβρος Tim.Pers.71 (dub.); γένος Pl. Ti.60b; σπέρματα Corn.ND24.    II μήκων ἀ. frothy poppy, Silene inflata, Dsc.4.66; = πέπλος, ib.167 (but, = πεπλίς, Plin.HN27.119); = χαμαισύκη, Ps.-Dsc.4.169.

German (Pape)

[Seite 415] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ἀφροῦ, αἷμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
écumeux, écumant.
Étymologie: ἀφρός, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 espumeante, αἷμα Diog.Apoll.B 6, Hp.Aph.5.13, Acut.53, Epid.7.48, οὐρήσιες Hp.Prorrh.1.113, ὑμήν Hp.Oss.12, στόματος ἀ. πελανός E.Or.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.Ti.60b, σπέρματα Corn.ND 24.
2 bot. viscoso del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa, Suene inflala Sm., Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM ἀφρώδης, -ες)
αυτός που έχει αφρούς, που είναι γεμάτος από αφρούς
νεοελλ.
«αφρώδης οίνος» ή «καμπανίτης οίνος» — φυσικά αεριούχος οίνος, δηλ. εμπλουτισμένος με διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης.