κάνωπον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_21) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάνωπον''': τό, [[ἴσως]] [[ἄνθος]] ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ. | |lstext='''κάνωπον''': τό, [[ἴσως]] [[ἄνθος]] ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάνωπον]], τὸ (Α)<br />το [[άνθος]] του φυτού [[μαύρος]] [[σαμπούκος]], αλλ. [[κουφοξυλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A elder-flower, Paul.Aeg.7.3; elder-bark, Alex.Trall.12.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, Hollunderblüthe, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
κάνωπον: τό, ἴσως ἄνθος ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
Greek Monolingual
κάνωπον, τὸ (Α)
το άνθος του φυτού μαύρος σαμπούκος, αλλ. κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].