καράτομος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à qui l’on a coupé la tête;<br /><b>2</b> détaché de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à qui l’on a coupé la tête;<br /><b>2</b> détaché de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καράτομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρατομημένος, αποκεφαλισμένος<br /><b>2.</b> (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το [[κεφάλι]] («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το [[κεφάλι]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (1) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[απότομος]], <i>νεό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καρατόμος]])].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱτομος Medium diacritics: καράτομος Low diacritics: καράτομος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karátomos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: kara/tomos

English (LSJ)

(proparox.), ον, (τέμνω)

   A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος . . κ. σφαγαί Id.Rh.606.    2 cut off from the head, κ. Χλιδαί one's shorn locks, S.El.52.    II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à qui l’on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.

Greek Monolingual

καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].