κάρπασος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(eksahir) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[lino]] | |esgtx=[[lino]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάρπασος]] και [[κάλπασος]], ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] λεπτού λιναριού<br /><b>2.</b> [[βαμβάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[είναι]] σίγουρα [[δάνειο]], πιθ. από αρχ. ινδ. <i>karpasah</i>- «[[βαμβάκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική [[γλώσσα]]. Οι λατ. λ. <i>carbasus</i> «[[λεπτό]] λινό ύφασμα» και <i>carbasinus</i> [[είναι]] [[προφανώς]] δάνειες από τον τ. [[κάρπασος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, with heterocl. pl. κάρπασα, AP9.415.6 (Antiphil., with play on the meanings 'sails' and 'clothes'); also κάλπᾰσος (q.v.):—
A flax, Linum usitatissimum (or perh.L. angustifolium), D.H. 2.68, Sch.Ar.Lys.736. 2 cotton, Peripl.M.Rubr.41 (cf. Skt.karpāsas). II κάρπασον, τό, white hellebore, Veratrum album, Orph. A.922; ὀπὸς καρπάσου Archig. ap. Gal.12.445, Dsc.Alex.13; sucus carpathi, Plin.HN32.58; cf. ὀποκάρπασον, καρπησία.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ (karpâsa im sanscr. Baumwolle), – 1) eine Art seiner Flachs; Schol. Ar. Lys. 736; D. Hal. 2, 68 u. Suid. v. ἀμοργίς; Mützell Curt. 8, 31. Einen plur. κάρπασα bildet Antiphil. 1 (IX, 415). – 2) bei den Medic. ein Gewächs mit giftigem Safte.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπᾰσος: ἡ, μετὰ ἑτεροκλ. πληθ. κάρπασα, Ἰακωψ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 577· κάρπασον, τό, Ὀρφ. Ἀργ. 925:- εἶδος λεπτοῦ λίνου φυομένου ἐν Ἰσπανίᾳ, Λατ. carbasus, Διον. Ἁλ. 2. 68, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 736· - (ἀλλὰ τὸ ὄνομα παράγεται ἐκ τοῦ Σανσκρ. kàrpâsa, δηλ. βάμβαξ). ΙΙ. φυτόν τι οὗ ὁ ὀπὸς «ποθεὶς κάρον ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξὺν» Διοσκ. περὶ Δηλητηρ. Φαρμακ. 13· - ὑπὸ Γαλην. καλεῖται ὀποκάρπασον, ὑπὸ δὲ τοὺ Πλιν. Η. Ν. 32. 20 sucus carpathi.
Spanish
Greek Monolingual
κάρπασος και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α)
1. είδος λεπτού λιναριού
2. βαμβάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah- «βαμβάκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι λατ. λ. carbasus «λεπτό λινό ύφασμα» και carbasinus είναι προφανώς δάνειες από τον τ. κάρπασος.