κατασκιάζω: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(T22) |
(19) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[overshadow]], [[cover]] [[with]] [[shade]] ([[see]] [[κατά]], III:3): τί, [[Hesiod]], [[Euripides]], [[Plato]], others; [[κατασκιάω]], [[Homer]], [[Odyssey]] 12,436.) | |txtha=to [[overshadow]], [[cover]] [[with]] [[shade]] ([[see]] [[κατά]], III:3): τί, [[Hesiod]], [[Euripides]], [[Plato]], others; [[κατασκιάω]], [[Homer]], [[Odyssey]] 12,436.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κατασκιάζω]], Α και κατασκιῶ, -άω) [[κατάσκιος]]<br />[[καλύπτω]] [[τελείως]] με [[σκιά]], [[κατακαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατασκιάζομαι</i><br />καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από [[σκιά]], αμαυρώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισκιάζω]]<br /><b>2.</b> [[θάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -σκιάσω, Att. -
A σκιῶ S.OC406:—overshadow, cover over, κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes.Th.716; ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κ. Archil.29; σαρξὶν πάντα κατεσκίασεν ἄνωθεν Pl.Ti.74d; spread awnings, E.Ion1142; κόνει bury one, S.l.c.; θανόντα . . γαῖα κατεσκίασε IG7.580 (Tanagra).
German (Pape)
[Seite 1379] beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαθ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι (fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ ἄνωθεν Plat. Tim. 74 d.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκιάζω: μέλλ. -σκιάσω, συνῃρ. -σκιῶ Σοφ. Ο. Κ. 406· Διὰ τῆς σκιᾶς ἐντελῶς σκεπάζω, ἢ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Ἡσ. Θ. 716, πρβλ. τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Ἡρόδ. 7. 226· κόνει, θάπτω τινά, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1142· θανόντα... γαῖα κατεσκίασεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 493· κατεσκίασε πάντα σαρξὶν ἄνωθεν Πλάτ. Τίμ. 74D.
French (Bailly abrégé)
f. κατασκιάσω, att. κατασκιῶ;
ombrager, couvrir : κόνει τινά SOPH qqn de poussière, càd de terre ; ensevelir qqn.
Étymologie: κατά, σκιάζω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of σκιά; to overshade, i.e. cover: shadow.
English (Thayer)
to overshadow, cover with shade (see κατά, III:3): τί, Hesiod, Euripides, Plato, others; κατασκιάω, Homer, Odyssey 12,436.)
Greek Monolingual
(AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, -άω) κατάσκιος
καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω
νεοελλ.
παθ. κατασκιάζομαι
καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι
αρχ.
1. επισκιάζω
2. θάπτω.