κατακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακοντιῶ, <i>ao.</i> κατεκόντισα;<br />abattre <i>ou</i> tuer à coups de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκοντίζω]].
|btext=<i>f.</i> κατακοντιῶ, <i>ao.</i> κατεκόντισα;<br />abattre <i>ou</i> tuer à coups de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκοντίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακοντίζω]] (AM)<br />[[πλήττω]] κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με [[ακόντιο]] («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φονεύω]] με [[ακόντιο]] («ὡς κατακοντιέει σφέας», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκοντίζω Medium diacritics: κατακοντίζω Low diacritics: κατακοντίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: katakontízō Transliteration B: katakontizō Transliteration C: katakontizo Beta Code: katakonti/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:—

   A shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXXJu.1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34; θηρία -όμενα Luc.Tox.59.

German (Pape)

[Seite 1355] mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 17· καταβάλλω ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.

French (Bailly abrégé)

f. κατακοντιῶ, ao. κατεκόντισα;
abattre ou tuer à coups de javelots.
Étymologie: κατά, ἀκοντίζω.

Greek Monolingual

κατακοντίζω (AM)
πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)
αρχ.
φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.).