κεκμηώς: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[κάμνω]].
|auten=see [[κάμνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεκμηώς]], -ότος και -ώτος (Α)<br />επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του [[κάμνω]], [[αντί]] κεκμηκώς.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκμηώς Medium diacritics: κεκμηώς Low diacritics: κεκμηώς Capitals: ΚΕΚΜΗΩΣ
Transliteration A: kekmēṓs Transliteration B: kekmēōs Transliteration C: kekmios Beta Code: kekmhw/s

English (LSJ)

ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.

French (Bailly abrégé)

ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.

English (Autenrieth)

see κάμνω.

Greek Monolingual

κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.