ἀνθοπλίζω: Difference between revisions
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. med. [[armarse a su vez]] καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.<i>HG</i> 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar armado contra o frente a]] ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados</i> E.<i>Supp</i>.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.<i>Oec</i>.8.12.<br /><b class="num">2</b> en v. act. [[armar a su vez]], [[oponer]] fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A. | |dgtxt=<b class="num">1</b> en v. med. [[armarse a su vez]] καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.<i>HG</i> 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar armado contra o frente a]] ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados</i> E.<i>Supp</i>.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.<i>Oec</i>.8.12.<br /><b class="num">2</b> en v. act. [[armar a su vez]], [[oponer]] fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθοπλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[οπλίζω]] κάποιον [[εναντίον]] άλλου, [[επίσης]] οπλισμένου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
A arm against, ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι E. Supp.666; ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12:—Med., arm oneself, Id.HG6.5.7.
German (Pape)
[Seite 233] dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνθώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ὁπλίζω ἐναντίον τινός, χεῖρα μαντικὴν πρὸς μουσικὴν ἀνθώπλισε Νικηφόρ. Ρήτορες τ. 1, σ. 514, 15, ἔκδ. Walz. - «ἀνθώπλισαν· ὥπλισαν» Ἡσύχ.· Ιππεῦσι θ’ ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι «ἀντιτεταγμένοι» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἱκ. 666· ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Ξεν. Οἰκ. 8. 12: - Μέσ., ὁπλίζομαι καὶ ἐγώ, καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνθώπλισα, pf. Pass. ἀνθώπλισμαι;
armer de son côté;
Moy. ἀνθοπλίζομαι s’armer de son côté.
Étymologie: ἀντί, ὁπλίζω.
Spanish (DGE)
1 en v. med. armarse a su vez καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.HG 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14
•perf. estar armado contra o frente a ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados E.Supp.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12.
2 en v. act. armar a su vez, oponer fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.Ep.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A.
Greek Monolingual
ἀνθοπλίζω (Α)
1. οπλίζω κάποιον εναντίον άλλου, επίσης οπλισμένου.