κοινολεξία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(6_10) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινολεξία''': ἡ, κοινὴ [[γλῶσσα]], Εὐστάθ. 956. 1. | |lstext='''κοινολεξία''': ἡ, κοινὴ [[γλῶσσα]], Εὐστάθ. 956. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κοινολεξία]]) [[κοινολεκτώ]]<br />[[έκφραση]] που χρησιμοποιείται από τον λαό, [[κοινή]], συνηθισμένη [[έκφραση]] ή [[φράση]] («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A ordinary language, Serv.ad Verg.A. 8.31, Eust.956.1.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gewöhnlicher, gemeiner Ausdruck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινολεξία: ἡ, κοινὴ γλῶσσα, Εὐστάθ. 956. 1.
Greek Monolingual
η (AM κοινολεξία) κοινολεκτώ
έκφραση που χρησιμοποιείται από τον λαό, κοινή, συνηθισμένη έκφραση ή φράση («κατὰ τὴν συνήθη κοινολεξίαν», Νικ. Χων.).