ἔμβαμμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[salsa]] παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.<i>Cyr</i>.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa</i>, e.d., para guardar la salsa</i> inscr. en un ánfora <i>IDE</i> 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.<i>Inc</i>.41.4, Aret.<i>CD</i> 1.3.12.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[salsa]] παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.<i>Cyr</i>.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa</i>, e.d., para guardar la salsa</i> inscr. en un ánfora <i>IDE</i> 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.<i>Inc</i>.41.4, Aret.<i>CD</i> 1.3.12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔμβαμμα]], το (AM)<br />[[σάλτσα]] με [[ζουμί]] από [[κρέας]] και καρυκεύματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «οἴνου [[ἔμβαμμα]]» — κρασάτη [[σάλτσα]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβαμμα Medium diacritics: ἔμβαμμα Low diacritics: έμβαμμα Capitals: ΕΜΒΑΜΜΑ
Transliteration A: émbamma Transliteration B: embamma Transliteration C: emvamma Beta Code: e)/mbamma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sauce, soup, X.Cyr.1.3.4, Theopomp.Com.8, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.4, Aret.CD1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die Brühe, zum Eintauchen; Xen. Cyr. 1, 3, 4; Ath. IX, 368 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαμμα: τό, ζώμευμα, ζωμός, «σάλτσα», παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4, Θεόπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· οἴνου ἔμβαμμα, «κρασάτη σάλτσα», Εὐστ. Πονημάτ. 311, 90.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sauce.
Étymologie: ἐμβάπτω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
salsa παντοδαπὰ ἐμβάμματα καὶ βρώματα X.Cyr.1.3.4, προσὸν ἔ. τοῖς ἄρτοις Theopomp.Com.9, ἐμβάμματος de salsa, e.d., para guardar la salsa inscr. en un ánfora IDE 198 (II/III d.C.), en dietas, Ath.Med. en Orib.Inc.41.4, Aret.CD 1.3.12.

Greek Monolingual

ἔμβαμμα, το (AM)
σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα
μσν.
φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» — κρασάτη σάλτσα.