κυπρισμός: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυπρισμός''': ὁ, ἡ [[ἄνθησις]] τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.
|lstext='''κυπρισμός''': ὁ, ἡ [[ἄνθησις]] τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυπρισμός]], ὁ (Α) [[κυπρίζω]]<br />το [[άνθος]] ή η [[άνθηση]] της [[ελιάς]] ή της αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ [[ἄμπελος]]<br />ἤνθησεν ὁ [[κυπρισμός]]», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρισμός Medium diacritics: κυπρισμός Low diacritics: κυπρισμός Capitals: ΚΥΠΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kyprismós Transliteration B: kyprismos Transliteration C: kyprismos Beta Code: kuprismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bloom of the olive or vine, LXX Ca.7.12, Eust.1095.23.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, die Knospe, Blüthe, bes. die weiße des Oelbaums oder des Weinstocks, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρισμός: ὁ, ἡ ἄνθησις τῆς ἐλαίας ἢ τῆς ἀμπέλου, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Ζ΄, 12), Εὐστ. 1095. 23.

Greek Monolingual

κυπρισμός, ὁ (Α) κυπρίζω
το άνθος ή η άνθηση της ελιάς ή της αμπέλου («ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος
ἤνθησεν ὁ κυπρισμός», ΠΔ).