λάθησις: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(6_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάθησις''': [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ [[λάθησις]]» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.
|lstext='''λάθησις''': [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ [[λάθησις]]» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάθησις]], ἡ (Μ)<br />η [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ησις</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μανθάνω]]: [[μάθησις]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 5] ἡ, das Verborgensein, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

λάθησις: [ᾰ], εως, τὸ λανθάνειν, «Λητὼ νοεῖται ψυχικῶς ἡ λάθησις» Τζέτζ. Ἐξήγ. εἰς Ἰλ. σ. 71, 5.

Greek Monolingual

λάθησις, ἡ (Μ)
η λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον) + κατάλ. -ησις κατά το σχήμα μανθάνω: μάθησις.