ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to accept, Arist.EN1120b15.    II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.