λιθόλευστος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], adj. verb. de [[λεύω]].
|btext=ος, ον :<br />lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], adj. verb. de [[λεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιθόλευστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων [[κατά]] τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[άξιος]] λιθοβολισμού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λιθόλευστος]] [[Ἄρης]]», <b>Σοφ.</b><br />[[θάνατος]] που επέρχεται με λιθοβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λευστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λεύω]] «[[λιθοβολώ]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημό</i>-<i>λευστος</i>).
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόλευστος Medium diacritics: λιθόλευστος Low diacritics: λιθόλευστος Capitals: ΛΙΘΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: lithóleustos Transliteration B: litholeustos Transliteration C: litholefstos Beta Code: liqo/leustos

English (LSJ)

ον,

   A stoned, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λ. ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λ. Ἄρης death by stoning, S.Aj.254 (lyr.).    2 deserving to be stoned, Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12.

German (Pape)

[Seite 45] gesteinigt, Callim. 4 (XII, 73), wo man es auch steinigenswerth, verbrecherisch erkl.; ὑπὸ τῶν ὄχλων, D. Sic. 3, 47; ἄρης, Steinigungstod, Soph. Ai. 253.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόλευστος: -ον, λιθόβλητος, ὑπὸ τῶν ὄχλων Διόδ. 3. 47. λ. ποιεῖν τινα Πλούτ. 2. 313Β˙ - Ἄρης, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Σοφ. Αἴ. 254 (λυρ.). 2) ἄξιος λιθοβολισμοῦ, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42. 5, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.
Étymologie: λίθος, adj. verb. de λεύω.

Greek Monolingual

λιθόλευστος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.)
2. ο άξιος λιθοβολισμού
3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ.
θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -λευστος < λεύω «λιθοβολώ», πρβλ. δημό-λευστος).