λινόζευκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνόζευκτος''': -ον, συνδέων διὰ λινῶν [[σχοινίων]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 79. | |lstext='''λῐνόζευκτος''': -ον, συνδέων διὰ λινῶν [[σχοινίων]], Ὀππ. Ἁλ. 4. 79. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λινόζευκτος]], -ον (Α)<br />συνδεδεμένος με λινές κλωστές («[[λινόζευκτος]] [[δεσμός]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ζευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>ζευκτος</i>, <i>τετρά</i>-<i>ζευκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 29 September 2017
English (LSJ)
δεσμός
A flaxen bond, Opp.H.4.79.
German (Pape)
[Seite 49] mit flächsenen Fäden verbunden, δεσμός, Opp. Hal. 4, 79.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόζευκτος: -ον, συνδέων διὰ λινῶν σχοινίων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 79.
Greek Monolingual
λινόζευκτος, -ον (Α)
συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί-ζευκτος, τετρά-ζευκτος].