μαίνη: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />mendole, <i>petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. - [[μαίνη]] &gt; <i>lat.</i> maena &gt; <i>lat.</i> pop. maenula &gt; prov. amendolla &gt; fr. mendole.
|btext=ης (ἡ) :<br />mendole, <i>petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. - [[μαίνη]] &gt; <i>lat.</i> maena &gt; <i>lat.</i> pop. maenula &gt; prov. amendolla &gt; fr. mendole.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαίνη]])<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω <i>meni</i>, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. <i>menb</i>, λιθουαν. <i>menkė</i>, λεττον. <i>menza</i>). Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. [[μαίνομαι]] δηλώνοντας ένα «τρελό» [[ψάρι]] που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μαινομένη]])].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίνη Medium diacritics: μαίνη Low diacritics: μαίνη Capitals: ΜΑΙΝΗ
Transliteration A: maínē Transliteration B: mainē Transliteration C: maini Beta Code: mai/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A Maena vulgaris, a small sprat-like fish, which was salted, AP9.412 (Phld.); cf. μαινομένη.

Greek (Liddell-Scott)

μαίνη: maena, μικρὸς θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῆς ἀφύης ἁλατιζόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 412· - μεταγεν., μαινομένα, ἡ, ἴδε Ἀλέξ. Τραλλ. 12. 8, καὶ Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mendole, petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois.
Étymologie: DELG pas d’étym. - μαίνηlat. maena > lat. pop. maenula > prov. amendolla > fr. mendole.

Greek Monolingual

η (Α μαίνη)
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω meni, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. menb, λιθουαν. menkė, λεττον. menza). Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. μαίνομαι δηλώνοντας ένα «τρελό» ψάρι που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (πρβλ. λ. μαινομένη)].