μελικηρίς: Difference between revisions
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(eksahir) |
(24) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[pastel de miel]] | |esgtx=[[pastel de miel]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελικηρίς]], ή (ΑM)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) [[είδος]] αμπέλου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[είδος]] μικρού εξανθήματος στο τριχωτό [[μέρος]] του κεφαλιού, που μοιάζει με [[κηρήθρα]], ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει [[υγρό]] σαν [[μέλι]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με [[μέλι]], [[μελόπιτα]], [[κερόπιτα]]<br /><b>4.</b> [[κηρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελίκηρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Medic., a kind of
A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc. II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.). III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523. IV kind of vine, Eust.1656.63.
German (Pape)
[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.
Spanish
Greek Monolingual
μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].