ἀλαβάρχης: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(big3_2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ prob. [[administrador general de impuestos]] I.<i>AI</i> 18.159, en Licia <i>TAM</i> 2.256 (imper.), en Eubea <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.673 (crist.), cf. dud. en <i>PSI</i> 776.23 (II/III d.C.). | |dgtxt=-ου, ὁ prob. [[administrador general de impuestos]] I.<i>AI</i> 18.159, en Licia <i>TAM</i> 2.256 (imper.), en Eubea <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.673 (crist.), cf. dud. en <i>PSI</i> 776.23 (II/III d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλαβάρχης]] και ἀλάβαρχος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη [[Λυκία]] και την Εύβοια<br /><b>2.</b> ο [[μέγιστος]] [[άρχοντας]], ο [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]] τών Ιουδαίων στην Αλεξάνδρεια (αλλ. [[αραβάρχης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀραβάρχης</i>, με [[ανομοίωση]] του ρ σε λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλαβαρχία]], <i>ἀλαβαρχῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. Ἀραβάρχης.
German (Pape)
[Seite 88] ὁ, auch ἀλάβαρχος, ὁ, eigtl. Schreiber, bes. Zollpächter, Zolleinnehmer. – Ein anderes Wort scheint es bei Ios. Antiqu. 19, 5, 1, wo es die höchste Obrigkeit der Juden in Aegypten bedeutet, von unsicherer Ableitung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαβάρχης: ἴδε ἐν λ. ἀραβάρχης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
préposé aux écritures ; intendant, percepteur ; magistrat suprême chez les Juifs d’Alexandrie.
Étymologie: ἄλαβα, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ prob. administrador general de impuestos I.AI 18.159, en Licia TAM 2.256 (imper.), en Eubea IG 12.Suppl.673 (crist.), cf. dud. en PSI 776.23 (II/III d.C.).
Greek Monolingual
ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α)
1. υπάλληλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια
2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών Ιουδαίων στην Αλεξάνδρεια (αλλ. αραβάρχης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀραβάρχης, με ανομοίωση του ρ σε λ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαβαρχία, ἀλαβαρχῶ].