ἄληκτος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(big3_3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄλληκτος]] <i>AB</i> 202.17<br />[[no dividido]], [[no repartido en lotes]] Eust.64.40, <i>AB</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. λαγχάνω, λῆξις.<br />-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép., poét. [[ἄλληκτος]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incesante]] Νότος <i>Od</i>.12.325, ὀδύναι S.<i>Tr</i>.985, Luc.<i>Dips</i>.4, πένθος LXX 3<i>Ma</i>.4.2, <i>GVI</i> 1280.3 (Roma II/III d.C.), [[δίψα]] Ph.1.381<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα [[incesantemente]], <i>Il</i>.2.452, ἄ. γελόωσι Call.<i>Dian</i>.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.<br /><b class="num">2</b> [[implacable]], [[que no ceja]] θυμός <i>Il</i>.9.636.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[interminable]], [[que no tiene final]] una explicación, Demetr.Lac.<i>Geom</i>.16.5<br /><b class="num">•</b>[[eterno]] ἄ. ... καὶ [[ἀγήρως]] αἰών Basil.M.32.192B.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene validez permanente]] φωνή <i>PMasp</i>.97ue.87 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> gram. [[carente de desinencia o terminación]] τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα <i>An.Ox</i>.4.338.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[incesantemente]] Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer</i> Eun.<i>VS</i> 458.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. λήγω.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄλληκτος]] <i>AB</i> 202.17<br />[[no dividido]], [[no repartido en lotes]] Eust.64.40, <i>AB</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. λαγχάνω, λῆξις.<br />-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép., poét. [[ἄλληκτος]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incesante]] Νότος <i>Od</i>.12.325, ὀδύναι S.<i>Tr</i>.985, Luc.<i>Dips</i>.4, πένθος LXX 3<i>Ma</i>.4.2, <i>GVI</i> 1280.3 (Roma II/III d.C.), [[δίψα]] Ph.1.381<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα [[incesantemente]], <i>Il</i>.2.452, ἄ. γελόωσι Call.<i>Dian</i>.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.<br /><b class="num">2</b> [[implacable]], [[que no ceja]] θυμός <i>Il</i>.9.636.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[interminable]], [[que no tiene final]] una explicación, Demetr.Lac.<i>Geom</i>.16.5<br /><b class="num">•</b>[[eterno]] ἄ. ... καὶ [[ἀγήρως]] αἰών Basil.M.32.192B.<br /><b class="num">2</b> [[que tiene validez permanente]] φωνή <i>PMasp</i>.97ue.87 (VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> gram. [[carente de desinencia o terminación]] τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα <i>An.Ox</i>.4.338.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[incesantemente]] Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer</i> Eun.<i>VS</i> 458.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. λήγω.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (AM) [[λήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέλος]] «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»<br /><b>2.</b> ο [[αδιάκοπος]], ο [[αδιάλειπτος]]<br />«μῆνα δὲ πάντ' [[ἄληκτος]] ἄη Νότος» — όλο τον [[μήνα]] φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς <b>Όμ.</b>.———————— <b>(II)</b><br />[[ἄληκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με [[κλήρωση]]<br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀληκτί</i>: [[χωρίς]] να γίνει [[κλήρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λαγχάνω]] «[[παίρνω]] με κλήρο»].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληκτος Medium diacritics: ἄληκτος Low diacritics: άληκτος Capitals: ΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: álēktos Transliteration B: alēktos Transliteration C: aliktos Beta Code: a)/lhktos

English (LSJ)

(A), ον, (λήγω)

   A unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.
ἄληκτος (B), ον,

   A = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλλ-. ἀλήλεκα, ἀλήθ-λεμαι or ἀλήθ-λεσμαι, v. ἀλέω (A). ἀλήλῐφα, ἀλήθ-λιμμαι, v. ἀλείφω. ἄλημα[ ᾰλ], ατος, τό, (ἀλέω A) fine meal: metaph., of a fine-witted, wily knave, as Ulvsses, S.Aj.381,390 (lyr.), cf. Ant.320 (v.l.).    II (ἀλάομαι). = ὁδοιπορία, Hsch. ἀλήμεναι, ἀλῆναι, v. εἴλω.

German (Pape)

[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: ἀ, λήγω.

English (Autenrieth)

(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἄλληκτος AB 202.17
no dividido, no repartido en lotes Eust.64.40, AB l.c.

• Etimología: Cf. λαγχάνω, λῆξις.
-ον

• Alolema(s): ép., poét. ἄλληκτος
I 1incesante Νότος Od.12.325, ὀδύναι S.Tr.985, Luc.Dips.4, πένθος LXX 3Ma.4.2, GVI 1280.3 (Roma II/III d.C.), δίψα Ph.1.381
neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα incesantemente, Il.2.452, ἄ. γελόωσι Call.Dian.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.
2 implacable, que no ceja θυμός Il.9.636.
II 1interminable, que no tiene final una explicación, Demetr.Lac.Geom.16.5
eterno ἄ. ... καὶ ἀγήρως αἰών Basil.M.32.192B.
2 que tiene validez permanente φωνή PMasp.97ue.87 (VI d.C.).
3 gram. carente de desinencia o terminación τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα An.Ox.4.338.
III adv. -ως incesantemente Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer Eun.VS 458.

• Etimología: Cf. λήγω.

Greek Monolingual

(I)
ἄληκτος, -ον (AM) λήγω
1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»
2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος
«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..———————— (II)
ἄληκτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωση
επίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].