ἀνακολπάζω: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174. | |lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνακολπάζω]] (Α)<br />[[ανασηκώνω]] το [[κάτω]] [[μέρος]] του ενδύματος μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κολπάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
(κόλπος)
A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.
German (Pape)
[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
Greek Monolingual
ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.