ἀναιμία: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ [[carencia de sangre]] Arist.<i>PA</i> 652<sup>b</sup>26. | |dgtxt=-ας, ἡ [[carencia de sangre]] Arist.<i>PA</i> 652<sup>b</sup>26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀναιμία]]) [[ἄναιμος]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[έλλειψη]] αίματος<br /><b>2.</b> <b>Ιατρ.</b> η [[ελάττωση]] του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε [[αιμοσφαιρίνη]] ή και των δύο [[μαζί]], [[καθώς]] και η [[νόσος]] που προκύπτει από την [[κατάσταση]] αυτή. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of blood, Arist.PA652b26.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, Blutlosigkeit, Arist. part. an. 2. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιμία: ἡ, ἔλλειψις αἵματος, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 2. 7, 8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ carencia de sangre Arist.PA 652b26.
Greek Monolingual
η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.