ἀνάρτιος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[impar]] ἡ τριάς Pl.<i>Phd</i>.104e, cf. Meth.<i>Symp</i>.3.3.
|dgtxt=-ον [[impar]] ἡ τριάς Pl.<i>Phd</i>.104e, cf. Meth.<i>Symp</i>.3.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάρτιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αριθμό) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], ο [[περιττός]]<br /><b>2.</b> [[εχθρός]], [[αντίπαλος]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτιος Medium diacritics: ἀνάρτιος Low diacritics: ανάρτιος Capitals: ΑΝΑΡΤΙΟΣ
Transliteration A: anártios Transliteration B: anartios Transliteration C: anartios Beta Code: a)na/rtios

English (LSJ)

ον,

   A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al.    2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.

German (Pape)

[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: ἀ, ἄρτιος.

Spanish (DGE)

-ον impar ἡ τριάς Pl.Phd.104e, cf. Meth.Symp.3.3.

Greek Monolingual

ἀνάρτιος, -ον (Α)
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός
2. εχθρός, αντίπαλος.