ἀνηλεγής: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene consideración]], [[cruel]] πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -έως [[sin consideración]], [[cruelmente]] τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene consideración]], [[cruel]] πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -έως [[sin consideración]], [[cruelmente]] τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνηλεγής]], -ές (Α)<br />[[άπονος]], [[σκληρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A unconcerned, reckless, πόλεμος Q.S.2.75: neut. in Hsch. Adv. -έως Q.S.2.414.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηλεγής: -ές, ὠμόφρων, σκληρός, ἀνηλεγέος πολέμοιο, Κόϊντ. Σμυρ. 2. 75· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον». - Ἐπίρρ. -έως Κόϊντ. Σμυρ. 2. 414· πρβλ. ἀπηλεγής, ἀπηλεγέως.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no tiene consideración, cruel πόλεμος Q.S.2.75, ἀνηλεγές· ἀφρόντιστον Hsch.
2 adv. -έως sin consideración, cruelmente τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες; Q.S.2.414, νίσσετ' ἀνηλεγέως u.l. en Hdn.1.79.23.