ἀποδέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[recaudador]] D.24.162, Arist.<i>Ath</i>.48.1, <i>Pol</i>.1321<sup>b</sup>33, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.29.19 (IV a.C.), <i>IG</i> 12(8).608<br /><b class="num">•</b>en Egipto σίτου <i>Ostr</i>.1217, ἀχύρου <i>POxy</i>.43re.3.8 (III d.C.), χρυσοῦ <i>SB</i> 11885.1 (IV d.C.), cf. Poll.8.114, λίνου τοῦ ἱεροῦ ἀναβολικοῦ <i>PThead</i>.34.25 (IV d.C.), κριθῆς ἐπὶ πόλεως <i>PThead</i>.31.1.1 (IV d.C.), cf. 32.13 (IV d.C.), τῶν πολειτικῶν χρημάτων <i>Jahresh</i>. 21-22, <i>Beibl</i>.255 (II d.C.), cf. Hsch.
|dgtxt=-ου, ὁ [[recaudador]] D.24.162, Arist.<i>Ath</i>.48.1, <i>Pol</i>.1321<sup>b</sup>33, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.29.19 (IV a.C.), <i>IG</i> 12(8).608<br /><b class="num">•</b>en Egipto σίτου <i>Ostr</i>.1217, ἀχύρου <i>POxy</i>.43re.3.8 (III d.C.), χρυσοῦ <i>SB</i> 11885.1 (IV d.C.), cf. Poll.8.114, λίνου τοῦ ἱεροῦ ἀναβολικοῦ <i>PThead</i>.34.25 (IV d.C.), κριθῆς ἐπὶ πόλεως <i>PThead</i>.31.1.1 (IV d.C.), cf. 32.13 (IV d.C.), τῶν πολειτικῶν χρημάτων <i>Jahresh</i>. 21-22, <i>Beibl</i>.255 (II d.C.), cf. Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀποδέκτης]]) [[αποδέχομαι]]<br />αυτός που αποδέχεται [[κάτι]], ο [[παραλήπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπόγειος]] [[χώρος]], [[υπόνομος]] όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποδέκτης]] και [[διαχωριστής]] προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν [[επίσης]] με φορολογικές αμφισβητήσεις.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδέκτης Medium diacritics: ἀποδέκτης Low diacritics: αποδέκτης Capitals: ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ
Transliteration A: apodéktēs Transliteration B: apodektēs Transliteration C: apodektis Beta Code: a)pode/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A receiver: in pl., financial officials, established by Cleisthenes, IG2.38, D.24.162, Arist.Ath.48, Pol.1321b33, Harp.: also at Thasos, IG12(8).608; in Egypt, σίτου Ostr.1217; ἀχύρου POxy.43riii 8 (iii A. D.), cf. Poll.8.114; ἀ. τῶν πολιτικῶν χρημάτων Jahresh.21/2 Beibl.255 (ii A. D.):—hence ἀποδεκ-τεύω, hold office of ἀποδέκτης, IG12(8).391,610 (Thasos).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδέκτης: -ου, ὁ, ὁ δεχόμενος, ὁ λαμβάνων: ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλεισθένους ἀποδέκται ἐλέγοντο ἄρχοντες ἐν Ἀθήναις, οἵτινες διεδέχθησαν τοὺς κωλακρέτας καὶ ἐπλήρωνον τοὺς δικαστάς, Συλλογ. Ἐπιγρ. 84. 19, Δημ. 750. 24, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 1· ἴδε Ἁρπ. ἐν λ., Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 214: - ὡσαύτως ἐν Θάσῳ, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2. 163β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἀποδεκτήρ.
Étymologie: ἀποδέχομαι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ recaudador D.24.162, Arist.Ath.48.1, Pol.1321b33, IG 22.29.19 (IV a.C.), IG 12(8).608
en Egipto σίτου Ostr.1217, ἀχύρου POxy.43re.3.8 (III d.C.), χρυσοῦ SB 11885.1 (IV d.C.), cf. Poll.8.114, λίνου τοῦ ἱεροῦ ἀναβολικοῦ PThead.34.25 (IV d.C.), κριθῆς ἐπὶ πόλεως PThead.31.1.1 (IV d.C.), cf. 32.13 (IV d.C.), τῶν πολειτικῶν χρημάτων Jahresh. 21-22, Beibl.255 (II d.C.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ο (AM ἀποδέκτης) αποδέχομαι
αυτός που αποδέχεται κάτι, ο παραλήπτης
νεοελλ.
υπόγειος χώρος, υπόνομος όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα
αρχ.
αποδέκτης και διαχωριστής προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν επίσης με φορολογικές αμφισβητήσεις.