ἀπόσπασμα: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[fragmento]], [[trozo]], [[pedazo]] ἡλίου de la luna Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.<i>Phd</i>.113b<br /><b class="num">•</b>[[rama]] de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57<br /><b class="num">•</b>[[partícula]] ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.<i>Fr</i>.[161], cf. Zeno.<i>Stoic</i>.1.36, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119<br /><b class="num">•</b>[[fragmento]] de un texto, Corn.<i>ND</i> 17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[torcedura]] de los huesos, Hp.<i>Off</i>.23, cf. Gal.18(2).887.<br /><b class="num">3</b> usos inciertos<br /><b class="num">a)</b> trad. del hápax hebr. <i>queres</i> ‘mosquito’[[ἀπόσπασμα]] ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX <i>Ie</i>.26.20 (= <i>Ie</i>.46.20 text. hebr.);<br /><b class="num">b)</b> trad. del hápax hebr. <i>gisrah</i> ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ [[ἀπόσπασμα]] αὐτῶν LXX <i>La</i>.4.7. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[fragmento]], [[trozo]], [[pedazo]] ἡλίου de la luna Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.<i>Phd</i>.113b<br /><b class="num">•</b>[[rama]] de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57<br /><b class="num">•</b>[[partícula]] ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.<i>Fr</i>.[161], cf. Zeno.<i>Stoic</i>.1.36, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119<br /><b class="num">•</b>[[fragmento]] de un texto, Corn.<i>ND</i> 17.<br /><b class="num">2</b> medic. [[torcedura]] de los huesos, Hp.<i>Off</i>.23, cf. Gal.18(2).887.<br /><b class="num">3</b> usos inciertos<br /><b class="num">a)</b> trad. del hápax hebr. <i>queres</i> ‘mosquito’[[ἀπόσπασμα]] ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX <i>Ie</i>.26.20 (= <i>Ie</i>.46.20 text. hebr.);<br /><b class="num">b)</b> trad. del hápax hebr. <i>gisrah</i> ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ [[ἀπόσπασμα]] αὐτῶν LXX <i>La</i>.4.7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἀπόσπασμα]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τμήμα]] συγγραφικού κειμένου, [[χωρίο]], [[περίοδος]], [[φράση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την [[εκτέλεση]] ειδικής υπηρεσίας<br /><b>2.</b> το εκτελεστικό [[απόσπασμα]] στο οποίο ανατίθεται θανατική [[εκτέλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[κάθε]] μικρό [[τμήμα]] που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> [[κλάδος]], [[υποδιαίρεση]] φυλής<br /><b>3.</b> [[σπάσιμο]], [[κάταγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is torn off, a piece, rag, shred, Pl.Phd. 113b; branch, division of a tribe, Str.9.5.12, cf. Agatharch.57: generally, a detached portion or particle, ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. τὸ σπέρμα Epicur.Fr.329, Zeno Stoic.1.36, Chrysipp.ib.2.191, Ph.1.119; μύθου Corn.ND17. 2 avulsion, tearing apart of bones, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
German (Pape)
[Seite 325] τό, das abgerissene Stück, Lappen, Plat. Phaed. 113 b; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσπασμα: -ατος, τὸ (ἀποσπάω) πᾶν μικρὸν μέρος ἀποσπώμενον, ἢ ἀποχωριζόμενον ἐκ μεγάλου, Πλάτ. Φαίδων 113Β· κλάδος διαίρεσις φυλῆς, Στράβ. 434· καθόλου ἀπεσπασμένον μέρος ἢ μόριον, Ψυχῆς καὶ σώματος ἀπ. τὸ σπέρμα Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2, 905Β, πρβλ. Φίλωνα 1. 119. 2) κάταγμα τοῦ ἄκρου ὀστοῦ τινος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 748, κατὰ τὸν Γαλην. 3) ἀπόσπασμα ἢ τεμάχιον ἐκ τῶν ἔργων συγγραφέως τινὸς μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie détachée d’un tout ; extrait.
Étymologie: ἀποσπάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 fragmento, trozo, pedazo ἡλίου de la luna Ach.Tat.Intr.Arat.16 (= Emp.A 55), del Piriflegetonte οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b
•rama de un pueblo o una tribu, Str.9.5.12, Agatharch.57
•partícula ψυχῆς καὶ σώματος ἀ. (τὸ σπέρμα) Epicur.Fr.[161], cf. Zeno.Stoic.1.36, Chrysipp.Stoic.2.191, ἡ δὲ ψυχὴ αἰθέρος ἐστίν, ἀ. θεῖον Ph.1.119
•fragmento de un texto, Corn.ND 17.
2 medic. torcedura de los huesos, Hp.Off.23, cf. Gal.18(2).887.
3 usos inciertos
a) trad. del hápax hebr. queres ‘mosquito’ἀπόσπασμα ἀπὸ βορρά ἦλθεν LXX Ie.26.20 (= Ie.46.20 text. hebr.);
b) trad. del hápax hebr. gisrah ναζιραῖοι ... ἐπυρρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν LXX La.4.7.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἀπόσπασμα)
μσν.- νεοελλ.
τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση
νεοελλ.
1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας
2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση
αρχ.
1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο
2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής
3. σπάσιμο, κάταγμα.