ἀποστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[saber de memoria]] ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[embotar]], [[reducir el filo]] en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.<i>Im</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[reducir al silencio]] τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους <i>H.Mon</i>.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος <i>Eu.Thom.A</i> 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς <i>PMasp</i>.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[saber de memoria]] ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[embotar]], [[reducir el filo]] en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.<i>Im</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> fig. [[reducir al silencio]] τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους <i>H.Mon</i>.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος <i>Eu.Thom.A</i> 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς <i>PMasp</i>.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποστομίζω]] (AM)<br />[[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμβλύνω]] την [[κόψη]] μαχαιριού ή όπλου.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστομίζω Medium diacritics: ἀποστομίζω Low diacritics: αποστομίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: apostomízō Transliteration B: apostomizō Transliteration C: apostomizo Beta Code: a)postomi/zw

English (LSJ)

   A deprive of an edge, πέλεκυς ἀπεστομισμένος Philostr.Im.2.17.    II = foreg. 11, Hsch.    III = φιμόω, Id.

German (Pape)

[Seite 327] der Schneide berauben, abstumpfen, Philostr. Imagg. 2, 17 πέλεκυς ἀπεστοματισμένος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστομίζω: (στόμα) ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν, τὸν «αἰθέρα» ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, κτλ., Φιλόστρ. Εἰκ. 2. 17, 11. 2) ἀποστομώνω, κάμνω τι νὰ νὰ μὴ δύνηται ν’ ἀποκριθῇ, μεταγεν.

Spanish (DGE)

I saber de memoria ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν παλαιὰν διαθήκην Origenes M.12.824B.
II 1embotar, reducir el filo en v. pas. (πέλεκυν) ἀπεστομισμένον ὑπὸ τοῦ πλήττειν Philostr.Im.2.17.
2 fig. reducir al silencio τῶν Ἑλλήνων τοὺς φιλοσόφους H.Mon.20.15, τὸν διδάσκαλον περὶ τοῦ πρώτου γράμματος Eu.Thom.A 6.3 (p.145), en v. med. ἀπεστομίσατο ... ἡμᾶς PMasp.9re.13 (VI d.C.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀποστομίζω (AM)
αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει
αρχ.
αμβλύνω την κόψη μαχαιριού ή όπλου.